- δηλοφανής
- δηλοφᾰνής, ές,A manifest, f.l. in Polus ap.Stob.3.9.51 ([comp] Comp.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δηλοφανής — δηλοφανὴς ( οῡς), ές (Α) προφανής, ολοφάνερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήλος + φανής < εφάνην, αόρ. τού φαίνομαι] … Dictionary of Greek
δηλοφανέστερον — δηλοφανής manifest adverbial comp δηλοφανής manifest masc acc comp sg δηλοφανής manifest neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)